- βιβλιοκριτικός
- η , ό[ν] относящийся к литературной критике или к рецензированию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοκριτικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Ν. Σ. Ρίζου] … Dictionary of Greek
βιβλιοκριτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βιβλιοκρίτη ή τη βιβλιοκρισία: Στην εφημερίδα υπάρχει ειδική βιβλιοκριτική στήλη. 2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοκριτική η βιβλιοκρισία. 3. το ουδ. ως ουσ., βιβλιοκριτικά η αμοιβή που παίρνει ο συντάκτης της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαράντος, Σταμάτης — (Αθήνα 1918 – 1977). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως δημοσιογράφος και μεταφραστής και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά κυρίως ως βιβλιοκριτικός … Dictionary of Greek